Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Νικόλας

“ Όταν πλακώσει ο θάνατος, αρχίζει η καταγραφή της ζωής…”

Νικόλαος Ασημόπουλος. Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του πήγαν στη Θεσσαλονίκη μόνο για τη γέννησή του. Αμέσως μετά επέστρεψαν στην Κοζάνη, όπου και ζούσαν. Ο πατέρας του, ο Λάζαρος, ήταν έμπορος γυαλικών. Τη μητέρα του την έλεγαν Μαρία. Ο Νίκος ήταν το πρώτο τους παιδί. Ακολούθησαν ο Βασίλης και ο Δημήτρης. Η πρώτη του σοβαρή εξωσχολική δραστηριότητα ήταν ο αθλητισμός. Ασχολήθηκε με το άλμα εις ύψος, όπου και διακρίθηκε, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965. Ταυτόχρονα αρχίζει και το ποδόσφαιρο. Τερματοφύλακας. Δέχτηκε επίσημη πρόταση από την ποδοσφαιρική ομάδα της Κοζάνης, αλλά η συμφωνία χάλασε. Στα δεκαοχτώ του έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, όπου πέρασε στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου. Έως τότε δεν είχε εκδηλώσει καμιά έφεση προς τη μουσική. Αντιθέτως, έγραφε στιχάκια και ποιήματα, σχεδόν από την πρώτη Γυμνασίου. Πέρα από τη Φιλολογία, σκεφτόταν να γίνει δημοσιογράφος. Έγραψε ένα άρθρο σε κάποια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Άσιμος. Έκτοτε το καθιέρωσε. Στη Θεσσαλονίκη ασχολήθηκε πολύ με το θέατρο. Έφτιαξε ένα φοιτητικό θεατρικό εργαστήρι παίζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο. Ταυτόχρονα αγόρασε και την πρώτη του κιθάρα. Αυτοδίδακτος μουσικός, άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ. Ούτε μύγα στο σπαθί του. Ανυπότακτος, αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις της λογοκρισίας για τα τραγούδια του και τα λεγόμενά του. Συνελήφθη και κρατήθηκε στην Ασφάλεια. Όταν τον άφησαν, η ταυτότητά του είχε χαθεί. Δεν έβγαλε άλλη. Αυτό το κατάφερε μόνο δεκαοχτώ χρόνια αργότερα – ενάμιση χρόνο πριν το θάνατό του – καταφέρνοντας να του εκδώσουν μία ταυτότητα στο όνομα Άσιμος με τη “διευκρίνιση” στο σημείο του Θρησκεύματος: Άνευ Θρησκεύματος.

Το 1973, και χωρίς πτυχίο, κατέβηκε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα. Πέμπτη εποχή, Ενδεκάτη Εντολή, Μουσικό Θέατρο Φτώχειας, Χνάρι, Σούσουρο-μουσικό καφενείο. Στην ουσία, πρόκειται για ένα είδος μεικτού θεάματος, στο οποίο, πέρα από τα τραγούδια, περιλαμβάνει θεατρικά, πρόζες και συνομιλία με τους θαμώνες, σε μια εκδοχή του Μπρεχτικού Θεάτρου. Συνεργάτες του οι Γκαϊφύλιας, Ζωγράφος, Ζουγανέλης, Ανδριανός, Μπουλάς, Χαρβάς, Τζαβέλας.

Το 1975 κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια, σε ένα δισκάκι σαράντα πέντε στροφών. “Μηχανισμός” και “Πανηγύρι”. Παράλληλα άρχισε την έκδοση “παράνομων” κασετών με τα τραγούδια του. Τις διακινούσε μόνος του, στα Προπύλαια, στο Μοναστηράκι και στα Εξάρχεια. Έστηνε υπαίθριες αυτοσχέδιες παραστάσεις.

Όλα του τα χρόνια στην Αθήνα τα πέρασε στα Εξάρχεια. Το πρώτο σπίτι του ήταν στη Βαλτετσίου – στο οποίο κατά κάποιο τρόπο είχε κάνει κατάληψη – και αργότερα, έως και το θάνατό του, έμεινε σε ένα ψιλικατζίδικο που άνοιξε στην Καλλιδρομίου. Το μαγαζάκι το είχε ονομάσει “χώρος προετοιμασίας”. Σύχναζε στο Παρασκήνιο, το Καλλιδρόμιο, το Τσαφ, το Νταντά, τη Ράμπα…

Το 1976, από τη σχέση του με τη Λίλλιαν Χαριτάκη, γεννήθηκε η κόρη του, Λίλλιαν-Κυριακή.

Φυλακίστηκε για δυο μήνες το 1977, μαζί με άλλους πέντε εκδότες – συγγραφείς με επίσημη κατηγορία “εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο”.

Το 1981, έγραψε βιβλίο “Αναζητώντας Κροκανθρώπους”, το οποίο όμως κυκλοφόρησε σε πολλά αντίτυπα.

Το 1982, ο πρώτος του μεγάλος δίσκος, “Ο Ξαναπές”. Δέκα τραγούδια, εκ των οποίων στα τέσσερα συμμετέχουν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου.

Το 1987 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμηνεύει πέντε τραγούδια του στα “Χαιρετίσματα”.

Την ίδια χρονιά ο Άσιμος οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού με την κατηγορία του βιασμού, κάτι το οποίο δεν τεκμηριώθηκε ποτέ. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα γι’ αυτήν την αβάσιμη κατηγορία. Νοσηλεύτηκε σε ψυχοθεραπευτική κλινική.

Είμαι πάντα πρόθυμος να δεχτώ μαθήματα,

είμαι πάντα έτοιμος να δεχτώ χτυπήματα,

είμαι αυτό που ήμουν πάντα,

εγώ γεννήθηκα στο κυπαρίσσι.

Τον τελευταίο χρόνο αρχίζει να σκέφτεται σοβαρά την αυτοκτονία. Το λέει σε όλους τους φίλους του. Του λένε: “Εσύ, ρε Νικόλα, θα αυτοκτονήσεις; Ένας μαχητής της ζωής;” Απαντάει: “Επειδή είμαι μαχητής θα αυτοκτονήσω όρθιος!”.Κλείνεται για μέρες στο καμαράκι, στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Κάθε μέρα αφήνει κι ένα σημείωμα στο τζάμι. “Θα περιμένω άλλη μια μέρα.” Προσπαθεί να κρεμαστεί τρεις φορές. Την πρώτη έσπασε το σκοινί και τη δεύτερη η καρέκλα. Την τρίτη όλα πήγαν…καλά. 17 Μαρτίου 1988. Άφησε κι ένα σημείωμα στον ιδιοκτήτη από τον οποίο νοίκιαζε το ψιλικατζίδικο, αυτοσαρκαζόμενος για την “ανικανότητά” του να αυτοκτονήσει. “Συγγνώμη, ρε Νίκο, που δε σου άδειασα νωρίτερα τη γωνιά, αλλά ως και ο θάνατος δε με ήθελε.

Ένιωθε από παντού την πίεση να τον συνθλίβει. Οδυνηρή μοναξιά και απόλυτο χάσμα στην επαφή και τη συνεννόηση με τους ανθρώπους. “Κάποτε, θυμάμαι, μίλαγα ακόμη και με τους ανθρώπους. Τώρα πια δεν εξηγώ. Το έχω σταματήσει.

Μετά θάνατον, κυκλοφόρησαν δύο ακόμα δίσκοι του. “Το φανάρι του Διογένη”, με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου, και το “Γιουσουρούμ – Στο φαλημέντο του κόσμου”, με τη συμμετοχή του Παπακωνσταντίνου.

Το 1989, ο κρατικός ραδιοσταθμός WDR της Γερμανίας αφιερώνει μια τρίωρη εκπομπή στον Άσιμο στο πλαίσιο του προγράμματος “Οι αιρετικοί του κόσμου”.

Έκτοτε, όλο και περισσότεροι – νέοι κυρίως – ανακαλύπτουν τα τραγούδια αυτού του κολασμένου για αλήθεια και ζωή ανθρώπου. Ενός ιδιότυπου δραματουργού που εξιδανίκευσε τελετουργικά το θάνατό του με τραγικό και σαρκαστικό τρόπο. Μιας φιγούρας που δε χωρούσε πουθενά και ζούσε για να ανατρέψει τα μη ανατρέψιμα. “Ο άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ” ή, τουλάχιστον, υπήρξε με έναν κάποιο τρόπο… Ίσως, τον πλέον ζόρικο. Άφησε περίπου 140 τραγούδια. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Καλλιθέας. Στην πλάκα, χαράχτηκαν τα στιχάκια του “Μπαγάσα”. Πέντε χρόνια αργότερα, τα οστά του μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο της Κοζάνης.

Όταν πλακώσει ο θάνατος, αρχίζει η καταγραφεί της ζωής. Το καλό με μένα, αλλά και με το ζόρι, είναι ότι ξέρω συνειδητά το θάνατό μου, και μαζί με την καταγραφή της πεθαμένης ζωής μπορώ να καταγράψω και το θάνατό μου.

ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ

Μουσική/Στίχοι: Άσιμος Νικόλας



Ήταν οι πόρτες μου δίχως μπαχτσέδες
και μεντεσέδες κρατάνε τη γη
γίναν οι φτέρνες μου σαν τροχαλίες
και στον κουβά τους αράζεις εσύ

αλλάζεις συχνά κάθε τόσο στολή
αλλάζεις οσμή, αλλάζεις σασί
και η ελπίδα μας έχει θαφτεί
σαν τον Ντορή μέσ' στο παχνί

Πάγωσε η ψείρα μου και παραπαίουσα
μ' ένα τικ τακ μου ματώνει τ' αυτιά
όλα με πρόγραμμα όλα με σχέδιο
πρωτοκολλήσανε τον έρωτα

και θες να πετύχω με μια μπαταριά
χίλια φλουριά, χίλια φλουριά
για να σου χαρίσω μαντάτα καλά
να 'χεις αγάπη μου λεφτά

Ποντικοφάρμακο για τους μεγάλους
και μουρουνόλαδο για τα παιδιά
κι έπλεξες σώβρακα για τους φαντάρους
και θυσιάστηκες πατριωτικά

σου στέλνω μήνυμα μ' ένα ταμ ταμ
να μαγειρεύεις με βιτάμ
κι ήσουνα γόησσα κι έκανες μπαμ
κι εγώ σε ψάχνω στο χαμάμ

Άδειο το βλέμμα σου, κούφιες οι ώρες μας
στα ενυδρεία σε χώσαν ζωή
συνηθισμένοι ο καθένας στο ρόλο του
κι η φαντασία μας έχει χαθεί

την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ

Μία διαδήλωση δέκα μικρόφωνα
και τα μεγάφωνα στη διαπασών
χιλιάδες δίποδα με μαγνητόφωνα
κι έχουν λουστεί με την ίδια λοσιόν

ξεπουληθήκαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
κι ο εαυτούλης σας πέταξε βζούμ
ταρατατατζούμ, ταρατατατζούμ

Ω εποχή μου θυμίζεις τον Καίσαρα
κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
κι όσο γερνώ μπουσουλώ με τα τέσσερα
τα τροχοφόρα με προσπερνούν

φεύγω να πάω να βρω στο Μπανκόγκ
τον σύντροφό μου τον Κιγκ-Κογκ
μες στο μυαλό μου βαράνε τα γκόγκ
μοιάζω με μπάλα του πιγκ-πογκ

Μας εκτελούνε με σφαίρες ντουμ-ντουμ
σφαίρες ντουμ-ντουμ, σφαίρες ντουμ-ντουμ
κι εμείς ξεπουλιόμαστε στο γιουσουρούμ
ταρατατατζούμ για ένα κουστούμ